- δρύινον
- δρύϊνον , δρύινοςoakenmasc acc sgδρύϊνον , δρύινοςoakenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρύινος — η, ο (AM δρύϊνος, ον) ο φτιαγμένος από βαλανιδιά νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος 1. μικρό υμενόπτερο έντομο 2. ανιοβόλο φίδι τής νοτιοανατολικής Ασίας φρ. «δρύϊνον πῡρ» φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς … Dictionary of Greek